Μιλανέζος

Μιλανέζος
ο
θηλ. ο κάτοικος του Μιλάνου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μιλανέζος — ο, θηλ. Μιλανέζα ο κάτοικος τού Μιλάνου ή αυτός που κατάγεται από το Μιλάνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μιλάνο + κατάλ. έζος (< ιταλ. κατάλ. ese), πρβλ. Κιν έζος] …   Dictionary of Greek

  • μιλανέζικος — η, ο [Μιλανέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μιλανέζο ή στο Μιλάνο ή αυτός που προέρχεται από το Μιλάνο («μιλανέζικα μακαρόνια») …   Dictionary of Greek

  • σολάριο — (Solario). Επώνυμο Ιταλών καλλιτεχνών. 1. Ανδρέας. Ζωγράφος (1458 1515). Ήταν αδελφός του διάσημου αρχιτέκτονα Χριστόφορου Σ. (2). Αν και Μιλανέζος, προτιμούσε την τεχνοτροπία των Βενετών συναδέλφων του, την οποία άλλωστε είχε γνωρίσει από κοντά …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”